Σάββατο 16 Απριλίου 2011

ΙΤΑΛΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ

Μετά την εκδρομή μας στην Ιταλία, ας διαβάσουμε και κάτι σχετικό με το πρόγραμμά μας.....

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ: ΟΚΤΩ ΙΤΑΛΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
[ΤΟ ΓΑΡΓΑΡΟ ΝΕΡΟ ΚΗΛΑΪΔΙΣΤΑ ΦΛΙΦΛΙΖΕΙ]
Το γάργαρο νερό κηλαϊδιστά φλιφλίζει
και σας καλεί ναν το χαρείτε οι διψασμένοι.
Τί γάργαρο νερό… κελαρυστό, όπως βγαίνει
οχ τ’ ανθισμένο λειμωνάρι και δροσίζει
τες φρένες, την καρδία! Και σ’ όσους ευδορπίζει
το ξυλοκέρατο τα δείπνα, δεν τσου μένει
παρά στα νάματα να ερθούνε και την ξένη
βρωμιά να δγιούν πώς ύδωρ λάλον καθαρίζει!
Κοιτάχτε – ο δρόμος ανοιχτός! Εδώ ας γυρέψει
το πόδι σας πορεία… ’δώ πάνου ν’ ανεβείτε,
πριχού οχ τ’ άλογά του ο ήλιος ξεπεζέψει.
Φαρμακερόφιδο δεν μόλυνε το φρέαρ
ποτέ εισέ νιό χορτάρι μέσα. Ελάτε, δείτε
πώς γύρω γελάει ολόγυρα το αιώνιον έαρ!

[ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ ΜΙΛΟΥΝ]
Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού,
     ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα

              Ψαλμοί 18, 2
Τα πάντα για τον Θεό μιλούν: των άστρων η
φανέρωση μιλάει· και της σελήνης·… μιλάει
τση ανεμοζάλης το μουγκρίδι, που απηχάει
βουητά νερών και θαλασσώνε. Πώς διαιωνί-
ζει του ήλιου ο τροχός το φως του κόσμου! Ονεί-
ρων λάμψες φέγγουσι χρωματιστές στα χάη
διηγώντας δ ό ξ α ν Θ ε ο ύ,  κι ανθρώπων δεν νογάει
το άλλως λάλο αχείλι τως πώς διακονεί
να ομολογήσει. Δρόμο ο γήλιος κάθε ημέρα
χαράζει και στον κάμπο κάμει όλον δήλο
το πρότυπο της αιώνιας του Ιδέας. Πέρα
η κτίσις πάσα αινεί τον Πλάστη· δάσα, κτήνη,
ο σάπφειρος των θόλων, του χορτιού το φύλλο…
Τ’ ανθρώπου μόνο ο νους αμίλητος θα μείνει;!

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟΝ ΔΕ ΡΩΣΣΗΝ, ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΙΛΟΝ
Τα μεσημέρια, οπού του θέρους η άγρια λαύρα ψήνει
και γέρνουν τα λούλουδα οχ τον καψώνα χτυπημένα
κι οπού τα μυρωμένα του φτερά τ’ αγέρι κλείνει
κι αδρόσιστα τα χόρτα μνέσκουνε και μαραμένα,
και μόλις που τη σιγαλιά της φύσεως ξελύνει
του ρυακιού νερό ασημί που τρέχει ώσμε τα ’μένα
κελαρυστά, στο ξέθωρο χορτάρι, να καλλύνει
τσι πρασινάδες πώχουν μείνει, πές μου, Γιώργο: εμένα
το φίλο σου, μες στα χαριτωμένα τούτ’ απόσκια
θα τον αφήνεις, πές μου, νά ’ρχεται ολιγάκι… λίγο…
και να τρυγά το πράσινο και των μοσκιώ’ τα μόσκια;
Στα χόρτα τούτα ’δώ να κάθουμαι την άδεια δώ’ μου,
και δίπλα μου να κάθεσαι κι εσύ, σ’ αυτόν τον τρύγο,
τους ήχους να ρουφάς των εμπνευσμένων τραγουδιώ’ μου.
[ΑΟΙΔΟΙ ΣΥΝΑΜΙΛΛΩΝΤΑΙ ΜΕ ΑΟΙΔΟΥΣ ΚΛΕΙΩΝΤΑΣ ΤΟ ΜΑΤΙ]
Δεύρο από Λιβάνου, νύμφη, δεύρο από Λιβάνου,
           Άσμα Ασμάτων 4, 8
Αοιδοί συναμιλλώνται με αοιδούς κλειώντας το μάτι
στο ψέμα (και άνθη γίνουνται της Άσκρας), πάνου
που εμέ φορμίγκων κρούσεις μού προσφέρουν κάτι
απ’ τους πανύψηλους τους κέδρους του Λιβάνου.
Ψαλμούς σαν του Δαυίδ θα πώ κι εγώ στα πλάτη
της γης, αλλά με τη λαλιά του ιταλιάνου·
στον πλάστη των αιθέρων ήδη φθάνουν –νά τοι! –
με τον καπνό πιωμένοι του γλυκού λιβάνου.
Γι’ αγγέλους πάντα θα μιλώ με στίχους… (Δίνεις,
όμως, σ’ ανθρώπους, που επαινούν της διαφθοράς τους
το μέλος, μέτρα τέλεια που θαν τα φάει η μήνις
τους;) Των ρημάτων μου, όσο αχνή κι αν βγαίνει η ρίμα,
βοηθός θε νά ’ν’ ο κτίσαντας ηχούς απλάστους,
για να μη χάνουμαι στην αρετή ή στο κρίμα.
Η ΝΗΣΟΣ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ
Σαν από γέλιο εκεί να χορεύει η Φύση
Η Φύση χαμογέλασε και η Ζάκυνθος με χάρη
οχ των κυμάτων ήβγε την κοιλία. Μυρτιές και κλώνοι
κι αιθέρια πνεύματα απ’ τον κεστόν –από τη ζώνη
της Αφροδίτης ήτοι– τη στεφάνωσαν να πάρει
το κάλλος που τη ζώνει ολόγυρα. Χρυσό λογάρι
οι γελαστές συνθέτουν πέτρες, κάθε τση κοτρώνι
μειδιά· δεν έχει μαύρες ράχες πουθενά, κι οι κώνοι
των λόφων της ντυμένοι στέκουν με γλυκό χορτάρι.
Λαγκάδια έχει γερτά, βουνά με αγέρωχο κεφάλι·
στσί ροδαριές, στσ’ αμάραντους νερά καλά κυλάνε
και μουρμουρίζουν το σκοπό τση γης που τά ’χει οβγάλει.
Ψηλός αμή προβέλνει ο Έλατος, να καζαντήσει
χίλια το μάτι βλέμματα, τον κάμπο να κοιτάνε
και να θωρούν αχόρταστα τί μάγια σπέρνει η Φύση.
[ΠΟΡΦΥΡΑ ΠΕΠΛΟΥ ΜΙΑΣ ΠΑΡΘΕΝΑΣ, ΠΟΥ ΤΟΝ ΣΤΙΖΕΙ]
Ως σπαρτίον το κόκκινον χείλη σου και η λαιά
     σου ωραία, ως λέπυρον ροιάς μήλον σου.

              Άσμα Ασμάτων 4, 3
Πορφύρα πέπλου μιας παρθένας, που τον στίζει
πανάπαλο το φεγγαρόφωτο, είναι δώμα
του κάλλους του αβρού, των πόθων μετερίζι,
που από τα φλογερά σου χείλη επήρε χρώμα.
Μέσ’ απ’ το μέλος των λογιών θερμή αναβλύζει
πνοή, και οι ψυχές με της χαράς το πιόμα
μεθάν και σπαρταρούνε, ενώ άχραντους θερίζει
καρπούς και δρέπει άνθια το ερωτεμένον όμμα
των θόλων. Σαν το φλούδι του ροδιού έχεις χείλη
(τόσο άλικα!) που νιώθει μέσα του να πάλλει
η καρπερή του ήλιου δύναμη, όλη η ύλη
της ζωής. Με πίστη ακράδαντη όποιος το κοιτάζει
θε νά ’βγει σώος στο λαμπυρό τ’ ακρογιάλι,
όπου πάντα είναι πρωί και ουδέποτε βραδυάζει.

ΕΙΣ ΜΟΝΑΧΗΝ
Του παραδείσου ένοικος χαριτωμένος
αθώρητα κατέβη επί γης και σε εκείνη·
της κούρεψε το πλήθος των μαλλιών, να γίνει
των εγκοσμίων χλεύη, των απλάστων αίνος.
Από ’να ουράνιο γέλιο όλως φωτισμένος
απάντεχα ομπροστά της φτάνει και τση δίνει
το φως να λούσει την ειδή της, τη γαλήνη
για νά ’ν’καθάρια και η ψυχή της. Τόμου ασμένως
εκείνη ελάλειε: «Βρώμικο το χθόνιο χώμα
λασπώνει τη θωριά μου, ενώ η καρδία μου κλαίει
λυγμούς που μου λερώνουνε ψυχή τε και όμμα.»
«Παρθένε, φόβος Θεού σε πλάθει εσέ», τση λέει
ο καταβάς· ’σου παραστέκω εγώ – μην τρομα-
χτείς! Τέτοιος φόβος πρέπει πάντα να σ’ εμπνέει!»

Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Τον αιώνιον ήλιον είδα, και προσηλωμένα
απάνω του είχανε τα μάτια τους χορείες
αγγέλων που έγραφαν φωτόβρυτες πορείες
στους ουρανούς ν’ απαλοφιληθούνε. Κι ένα
χαμόγελο έσκαγε οχ το φως στ’ αγαπημένα
τους χείλη κι όλες τους αβγάταινε τες θείες
εφέσεις, κι ένθερμοι έψελναν μες στες δροσίες
του παραδείσιου κήπου την αγάπη. Φρένα
δεν ήξερε ο χορός κι ο ζήλος πλέα των Χερουβείμ
που μοιάζαν μ’ εραστών λευκές ψυχές, και με άσματα
ανάκουστα αποκρίθηκε ο εσμός των Σεραφείμ.
Με ολάνοιχτα του λογισμού τα μάτια εγώ, έξω
εθώρουν ’κεί τ’ αγγελικά γλυκαγκαλιάσματα
ποθώντας ρίμες εναρμόνιες να συλλέξω.

Καλό Πάσχα

Διονύσιος Σολωμός, Η ημέρα της Λαμπρής

1.


Καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε
Της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
Σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
Τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη∙
Και από 'κει κινημένο αργοφυσούσε
Τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι,
Που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα.

2.

Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
Όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστήτε∙
Μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
Με το φως της χαράς συμμαζωχτήτε∙
Ανοίξτε αγκαλιές ειρηνοφόρες
Ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε∙
Φιληθήτε γλυκά χείλη με χείλη,
Πέστε: Χριστός Ανέστη, εχθροί και φίλοι.

3.

Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι.
Και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες∙
Γλυκόφωνα κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες∙
Λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι,
Από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες∙
Κάθε πρόσωπο λάμπει απ' τ' αγιοκέρι,
Οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.

XXII.

Βγαίνει, γιατί στα σωθικά του ανάφτει,
Και για πρώτο απαντά τον νεκροθάφτη.

XXIII.

Κανείς δεν του μιλεί, και δεν του δίνει
Το φιλί το γλυκό που φέρνει ειρήνη.

XXIV.

Πάντα χτυπάει, σαν νάλπιζε εκεί κάτω
Ν' αγροικηθή στης κόλασης τον πάτο

Επιστολή προς.....

Ανεπίδοτη Επιστολή Μαρίας Πολυδούρη (1 Απριλίου 1902 – 29 Απριλίου 1930)
Αγαπητοί φίλοι!
Ίσως το γράμμα αυτό να μην διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ’ αλήθεια δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας νάχω πεια ολότελα ξεχαστή απ’ όλους. Αλλά, ούτε δα κι’ αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι’ ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και ζωή και Χάρος ήμουν!
Έζησα, τομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι’ αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για μένα θάνατος ήταν. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με το θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ’ αγάπησαν, κι’ ας μην μπόρεσαν ποτέ, κι’ ας μην τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν την ψυχή πούκρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτο φυγή. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάματα, μην τύχει και τους κλέψω την ψυχή τους.
Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθεί ότι λυπόμουνα βαθιά όταν καταλάβαινα ότι μ’ αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα στη φαντασία μου. Η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου, κι’ όμως δεν πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε ότι αγαπούσα αληθινά. Δεν είναι στ’ αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν την γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς κείνοι που νοιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται στο πόνο της;
Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μεσ’ στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι’ αυτοί… Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων; Άνθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι’ άλλοι – οι λίγοι – προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε; Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δεν την κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου, και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι’ όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μούπαιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μεσ’ σένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι’ αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαρειά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε την ψυχή μου, καλά την ωνόμασε χήρα…
Είναι που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θάθελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενειά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε… – ούτ’ από μας ούτ’ απ’ τους άλλους – δεν τόλμησε να ξεφύγει απ’ το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ’ αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ’ αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν – είμασταν – δειλοί που ’ψαχναν απλά ναύρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι’ ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι… Απόκληροι της αντίληψης… Κι’ όμως ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Κ., ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε και κείνος τόλμησε… Μούπε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα… ότι ήμουνα γι’ αυτόν μια παρηγοριά. Τόχε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι’ αυτό θαρρώ και έζησα τόσο μόνη, κι’ ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δεν δέχτηκα με ευμένεια κι’ οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα. “Πόσο είναι αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε μεις που την ανεχόμαστε τέτοια”, έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου…
Μα, από τότε έχουν πια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξεύρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πια για με καμμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω – αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή – μέσ’ απ’ τις αναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τα τετραδία του μυαλού και κυττάζω πίσω. Όλα ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο… Γυρνώ το βλέμμα και τον κυττάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είναι μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη… είναι τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος… κι’ όμως – θεέ συγχώρεσέ με – θα τον έπαιρνα με την καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια… Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ’ εύρω μοναδική κι’ αξέχαστή μου αγάπη… Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ… να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου εκείνο που μου ’ριχνες σαν έφτανα… τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου… να ιδώ τα χέρια σου ν’ απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν… να ιδώ… να νοιώσω το φίλημά σου… Είναι τόσο μεγάλος ο καϋμός και είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν…
Τα λόγια αυτά ίσως νακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου, μα, αλοί, δεν μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πια νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουνα ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχομαι αλλά και ποιο παιδί δεν είναι άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη… Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά, κι’ αν είναι δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική πούνε ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν’ ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν’ αφήσετε να θρονιαστεί στην καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν’ αγαπήσετε με πάθος και να καείτε απ’ τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, την κάθε σας στιγμή τραγούδι, κι’ όταν έρθ’ η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξη, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα μεις τα παίρναμε για γκρίνια…
Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κυττώ πίσω και αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμμιά άλλη, κι’ αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, εκείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ’ Απρίλη, δεν ήμουν πια μόνη. Νέοι που μ’ αγάπησαν ήρθαν να μ’ αποχαιρετήσουν και φίλες γκαρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν…
Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι’ η καλή μου φίλη.
Με αγάπη
Μαρίκα Πολυδούρη

Ο Έλληνας δεν θ' αλλάξει ποτέ...

Ὁ Ῥωμηός

Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.

Ὁ Ῥωμηὸς στὸν Παράδεισο

Θεούλη μου, τί σοῦ ῾λθε νὰ μ᾿ ἁγιάσεις;
νομίζεις πῶς θὰ μ᾿ ἔμελλε καθόλου,
ἂν ἤθελες κι ἐμένα νὰ κολάσεις
καὶ μ᾿ ἔστελνες παρέα τοῦ διαβόλου;
Μ᾿ ἀρέσει ὁ Παράδεισος, ἀλήθεια,
χωρὶς δουλειὰ σκοτώνω τὸ καιρὸ
βλέπω ἁγίους γύρω μου σωρό,
διαβάζω συναξάρια, παραμύθια,
κι ἀκούω καὶ τραγούδια θεϊκά,
μά, ἔλα ποὺ δὲν ἔχετε συνήθεια,
νὰ λέτε κι ἕνα δυὸ πολιτικά!
Σὺ κυβερνᾷς γιὰ πάντα μὲ γαλήνη
κι ὥρα ἀπ᾿ τὸ θρόνο σου δὲ πέφτεις...
Ἂς ἦταν δυνατὸν Θεὸς νὰ γίνει
καὶ ἄλλος σὰν ἐσένα, λίγο ψεύτης,
νὰ μοιρασθεῖ τῶν οὐρανῶν τ᾿ ἀσκέρι,
νὰ πᾶνε καὶ μ᾿ ἐκεῖνον οἱ μισοί,
νά ῾ρχεται αὐτός, νὰ πέφτεις σύ,
νὰ γίνεται λιγάκι νταραβέρι...
Μὰ ὅλα ἐδῶ εἶναι τακτικά,
ὁ οὐρανὸς Θεὸ ἐσένα ξέρει,
καὶ δὲ μιλοῦν πολιτικά!
Ἐδῶ ποὺ μ᾿ ἡσυχία ὅλοι ζοῦνε,
γιὰ μένα εἶναι κόλαση μεγάλη,
πολιτικὰ τ᾿ αὐτιά μου ἂς ἀκοῦνε,
κι ἂς εἶμαι καὶ στὴ κόλαση, χαλάλι!
Ἂν εἶχες εἰς τὸ νοῦ νὰ μὲ κολάσεις,
καὶ μ᾿ ἔφερες κοντά σου γιὰ ποινή,
νά! κόλαση γιὰ ῾μὲ ἀληθινή...
Μά, φθάνει πιά, Θεέ μου, μὴ μὲ σκάσεις,
καὶ διῶξε με στὸ λέω παστρικά,
γιατὶ ἀλλιῶς στιγμὴ δὲ θὰ ῾συχάσεις...
Μονάχος θὰ μιλῶ πολιτικά!